- κροκοδιλοπάρδαλις
- κροκο-δῑλοπάρδᾰλις, εως, ἡ, fabulous animal, IG14.1302 ([place name] Praeneste).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κροκοδιλοπάρδαλις — κροκοδιλοπάρδαλις, άλεως, ἡ (Α) ονομασία μυθικού ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + πάρδαλις «λεοπάρδαλις, πάνθηρας»] … Dictionary of Greek
κροκόδειλος — και κροκόδιλος και κορκόδειλος (AM κροκόδειλος και κορκόδειλος, Α και κροκόδιλος και κορκόδριλλος και κορκότιλος και κροκύδιλος) σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων ερπετό τής τάξης κροκοδείλια αρχ. διάφορα είδη σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροκό διλος πιθ … Dictionary of Greek